- κροκωτοφοροῦσα
- κροκωτοφορέωwear thepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κροκωτοφορώ — κροκωτοφορῶ, έω (Α) [κροκωτοφόρος] φορώ κροκωτό ένδυμα («κροκωτοφοροῡσα καὶ κεκαλλωπισμένη», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek